•              Αρχάνθρωποι

  •              Στίχοι : Αλέξανδρος Ζαχαριάδης  

  •       Αινίγματα Και Μυστικά

    Ώρες πλανιέσαι, στιγμές αγωνιάς

    της ζωής την ουσία ζητώντας.

    Άλλα σου λέγαν και άλλα συναντάς

    και ο χρόνος μονίμως απόντας.

    Έ και λοιπόν, σου έχω νέα μικρέ

    όσα πέρασες, πέρασαν κι άλλοι.

    Λίγοι όμως πέσαν στης γνώσης τις φωτιές

    και αλώβητοι γύρισαν πάλι.

    Αινίγματα και μυστικά,

    σκόρπια, κρυμμένα,

    περίπλοκα όσο και απλά,

    ξάφνου θα φανερωθούν, μη ζεις θλιμμένα.

    Νιώσε τη φύση, γίνε ένας θνητός θεός,

    ο σφυγμός σου κοντά της θεριεύει.

    Ερωτευμένος να είσαι συνεχώς

    της καρδιάς το μυστήριο μαγεύει.

    Τόσοι αιώνες σοφίας, κι απορείς

    που ’ν’ τα ίχνη που έχουν αφήσει.

    Ψάξε στο μέλλον, ζήσε την ανατολή

    μα έχε πάντα το νου σου στη δύση.

    Αινίγματα και μυστικά,

    σκόρπια, κρυμμένα,

    περίπλοκα όσο και απλά,

    ξάφνου θα φανερωθούν, μη ζεις θλιμμένα.

           

     

     

     

      Άκου Δω Μωρό Μου

    Σου το 'πα θα 'μαι ο φίλος σου,

    εντάξει παίζω και τον εραστή

    μα δεν μ' αρέσει ο τρόπος σου,

    ο ρόλος που ζητάς με επιμονή:

    Γόησσα του χθες με μακιγιάζ πυκνό,

    ύφος βαρεμένο, ειρωνικό.

     

    Το βλέμμα σου απόμακρο,

    τα χείλη σου δυο κόκκινα οχυρά

    που αν τύχει και ξυπνήσουνε,

    κανένας δε γλιτώνει τα πυρά.

    Πλέκεις μ' επιμέλεια τον ιστό,

    κάποιος θα πιαστεί, μα όχι εγώ.

     

    Άκου εδώ μωρό μου: Δεν σ' αγαπώ.

    Τ' άκουσες μικρό μου; Πως να σου το πω;

    Άκου εδώ μωρό μου: Δεν είμαι φελλός.

    Τ' άκουσες μικρό μου; Εγώ τελειώνω αλλιώς.

     

    Το μέλλον σου ονειρεύεσαι

    ανάμεσα σε στήλες κοσμικών.

    Την όψη σου ερωτεύεσαι

    με κομπλιμέντα κρύων καθρεφτών.

    Δάγκωσες το δόλωμα γερά.

    Είπα να βοηθήσω, μα είναι αργά.

     

    Βαρέθηκα τις πλάνες σου,

    τις ψεύτικες μικρές σου ενοχές.

    Συνέχισε το δρόμο σου

    χαμένη στων χαμένων τις τροχιές.

    Ήρθε η στιγμή, εδώ σ’ αφήνω.

    Παίρνεις πιο πολλά απ' όσα δίνω.

     

    Άκου εδώ μωρό μου: Δεν σ' αγαπώ.

    Τ' άκουσες μικρό μου; Πως να σου το πω;

    Άκου εδώ μωρό μου: Δεν είμαι φελλός.

    Τ' άκουσες μικρό μου; Εγώ τελειώνω αλλιώς.

     

     

                            Αλήτης

    Σε γνώρισα πιο πριν, μα νιώθω πρόσκληση,

    κάτι στο γέλιο σου και κάτι στ’ άρωμα σου.

    Μιλάς με όλους δείχνοντας απρόσιτη,

    κι όμως σε λίγο θα βρεθώ στην κάμαρα σου.

     

    Μα όταν μετά τα δυο σου μάτια με ανιχνεύουνε

    γεμάτα γλύκα, προσμονή κι αμηχανία,

    κάτι με σφίγγει σα θηλιά κι ας υποκρίνομαι.

    Πάλι γιατί έμπλεξα σε τέτοια ιστορία;

     

    Γιατί είμαι αλήτης, της καρδιάς σου ο διαρρήκτης.

    Κι αν απόψε μ’ αγαπάς, ετοιμάσου αύριο να με μισήσεις.

    Γιατί είμαι αλήτης.

     

    Μαζί μου άφησε όλα τα προσχήματα,

    αγάπα τις αλήθειες που πονάνε.

    Και εγώ θα σε πλανέψω δίχως ποιήματα

    σε δρόμους που άλλοι δεν τολμούν να πάνε.

     

    Μείνε κοντά μου όσο αντέχεις, μετά ξέχνα με

    και οδήγησε αλλού τα βήματα σου.

    Δεν είμαι εγώ της μιας γυναίκας σύντροφος.

    Ποτέ μου δε θα γίνω ο ήρωας σου.

     

    Γιατί είμαι αλήτης, της καρδιάς σου ο διαρρήκτης.

    Κι αν απόψε μ’ αγαπάς, ετοιμάσου αύριο να με μισήσεις.

    Γιατί είμαι αλήτης.

     

     

     

              Αλκοόλη Blues

    Γουλιά, γουλιά αδειάζει το ποτήρι,

    ποτήρι το ποτήρι ακολουθεί.

    Γουλιά, γουλιά δεν μου χαλά χατίρι

    η αλκοόλη όταν στο αίμα μου απλωθεί.

    Σαν σύννεφο πλανιέται η λογική μου

    και οι θαμώνες γίνονται πιο προσιτοί.

     

    Δεν είμαι αλκοολικός μα σαν νυχτώνει,

    τις σκέψεις να αποφύγω δεν μπορώ.

    Δεν είμαι αλκοολικός μα με φουντώνει

    στο στόμα μου σαν νιώθω το ποτό.

    Τα κερασένια χείλη της με πίνουν,

    τι κι αν αυτή μ' έχει ξεγράψει από καιρό.

     

    Σαν πιάνεις τη ματιά μου αφηρημένη,

    να χάνεται στου μπαρ τη μουσική,

    το βλέμμα μου απλανές αν δεις να μένει,

    δεν πάει να πει πως έχω απελπιστεί.

    Δεν είμαι μεθυσμένος μα μετράω

    το στοίχημα μου αυτό με τη ζωή.

     

     

     

                    Άλλη Μία Κούπα (Bob Dylan)

    Η ανάσα σου υγρή, τα μάτια δυο πετράδια του ουρανού,

    κορμί σπαθί, μετάξι τα μαλλιά στο μαξιλάρι σου.

    Μα δεν εισπράττω αγάπη, ούτε ευγνωμοσύνη εραστών.

    Η πίστη σου δεν είναι σε μένα, μα στο άπειρο των αστεριών.

    Κι άλλη κούπα με καφέ θα πιω.

    Άλλη μία κούπα πριν να βγω, την κοιλάδα να βρω.

     

    Πατέρα έχεις παράνομο και έμπορο περιηγητή.

    Στιλέτο σου ’μαθε να ρίχνεις και να είσαι εκλεκτική.

    Το βιός του επιβλέπει, έτσι ξένος δεν μπορεί να μπει.

    Τον τρέμει η γη όταν καλεί για ακόμα ένα πιάτο φαΐ.

    Κι άλλη κούπα με καφέ θα πιω.

    Άλλη μία κούπα πριν να βγω, την κοιλάδα να βρω.

     

    Η μάνα σου το μέλλον βλέπει, όπως η αδελφή σου και εσύ.

    Βιβλία γύρω δεν θα δεις, δεν ξέρεις διάβασμα ούτε γραφή.

    Δεν έχει όρια η απόλαυση σου, τιτιβίζεις σαν κορυδαλλός,

    μα η καρδιά σου είναι ωκεανός, μυστήριος, σκοτεινός.

    Κι άλλη κούπα με καφέ θα πιω.

    Άλλη μία κούπα πριν να βγω, την κοιλάδα να βρω.

     

     

     

           Αλλοτρίωση

    Έρχονται μέρες σκοτεινές

    χρησμοί μιλούν γι’ αυτές

    προφητείες βιβλικές

    για δαίμονες και τρίσεκτες μορφές.

     

    Όμως μια αόρατη απειλή

    γεννιέται στη σιωπή

    περιμένει τη στιγμή

    σε μέδουσα να μεταμορφωθεί.

     

    Λεν πως για να σωθείς,

    θα σκύψεις να μη δεις την φοβερή ματιά της.

    Μα αν θες να λυτρωθείς,

    τον τρόπο εσύ θα βρεις να την απολιθώσεις.

     

    Σ’ ακολουθεί από κοντά

    μιλά ψιθυριστά

    πονηρά χαμογελά.

    Τα όνειρα σου κάνει πιο φτηνά.

     

    Και όταν το μαύρο της φιλί

    συνήθεια σου γενεί,

    το ελέγχεις θα σου πει

    μα πρόσεξε έχεις πια παραδοθεί.

     

    Λεν πως για να σωθείς,

    θα σκύψεις να μη δεις την φοβερή ματιά της.

    Μα αν θες να λυτρωθείς,

    τον τρόπο εσύ θα βρεις να την απολιθώσεις.

     

                   

     

        

                      Απόδραση

     

    Πριν ξημερώσει φεύγω, θέλω ασυλία

    θα αποδράσω από τον τόπο αυτό.

    Με καταγγείλαν για εσχάτη ευαισθησία.

    Με καταδίκασαν σε ισόβιο κυνισμό.

     

    Ποτάμια, ερήμους και βουνά θα διασχίσω,

    πηγές ονείρων που μολύναν οι πολλοί.

    Θαμμένα ίχνη ιδεών θα ακολουθήσω

    μνήματα μνήμης που ξεχάσαν οι εκλεκτοί.

     

    Πέφτω, πεθαίνω, στέκομαι ξανά.

    Αντίστροφα μετράω.

    Κρύβω στα μάτια μια φωτιά.

    Και στη φωτιά πετάω.

     

    Τη μέρα αθέατος σε ενέδρες θα γυρίζω.

    Θα σαμποτάρω τις παγίδες κυνηγών.

    Συνοδοιπόρους μου τις νύχτες θα αντικρίζω.

    Λησμονημένους ποιητές χλωμών καιρών.

     

    Και όταν πια αποκαμωμένος θα ξαπλώσω

    και δεν θα αντέχω καταρράκτες να ανεβώ,

    του ανέμελου ήλιου τα παιδιά θα ανταμώσω,

    την έφηβη τους τη σοφία να ασπαστώ.

     

    Πέφτω, πεθαίνω, στέκομαι ξανά.

    Αντίστροφα μετράω.

    Κρύβω στα μάτια μια φωτιά.

    Και στη φωτιά πετάω.

     

     

     

                           Απόψε

    Απόψε λέω να απογειωθούμε στα τυφλά.

    Τον ήλιο να αποικήσουμε ή να χαθούμε σε βαθιά νερά.

    Η νύχτα καίγεται, ώρα να γελάσω τη σκιά της.

    Κράτα μου τσίλιες και θα γίνω ένας τίμιος αποστάτης.

     

    Ίδια και απαράλλακτη η ταινία το βράδυ του Σαββάτου

    Ο ήρωας στην ύστατη σκηνή τινάζει τα μυαλά του.

    Χλωμές οι εφημερίδες και σήμερα σταλάζουν αίμα.

    Από όλα όσα γράφουν, μονάχα αυτό δεν είναι ψέμα.

     

    Πες μου αν είναι αργά... πες μου αν είναι αργά...

    πες μου αν είναι αργά... πες μου αν είναι αργά.

     

    Χθες βράδυ είχα ένα όνειρο μες τον θολό μου ύπνο

    Ήταν το κορίτσι μου μονάχο χωρίς τον τύπο εκείνο.

    Ακόμα διακρίνω τα βράχια που άκουγαν τους όρκους.

    Τώρα καταδιώκομαι απ' τους παλιούς, δικούς μου πόθους.

     

    Πες μου αν είναι αργά... πες μου αν είναι αργά...

    πες μου αν είναι αργά... πες μου αν είναι αργά.

     

    Απόψε νιώσε το και θα αποκτήσουμε φτερά.

    Περνούν οι ώρες και μας συναντούνε στη γωνιά.

    Η πύλη έχει ανοίξει κι όμως μένω ακόμα στο κλουβί μου.

    Δώσ' μου ένα σινιάλο πριν αγαπήσω τη ζωή μου.

     

     

     

                Αρχάνθρωπος

    Χαμένος μες στις στέπες, στις ερήμους

    απ' του Πλειστόκαινου την εποχή,

    αναζητείς το βράχο με την κόψη,

    το πνεύμα που θερμαίνει το κορμί.

     

    Ο κίτρινος ο δίσκος καταπίνει τη σκιά σου

    κι ακόμα να 'βρεις ζωντανή τροφή,

    μα κοίτα εκεί... η ύαινα... δεξιά σου.

    Εκτός από φονιάς είσαι και θήραμα μαζί.

     

    Οι πάγοι έδειξαν να λιώνουνε,

    η στάθμη της θαλάσσης ανεβαίνει.

    Τα βόρεια πλάτη σε προσμένουνε

    μα η Μεσόγειος στη μνήμη καρφωμένη.

     

    Χωμένος μόνιμα στους λαβυρίνθους,

    λουφάζεις στου μυαλού μου τις σπηλιές.

    Τώρα σ' ελέγχω απόλυτα μα νιώθω

    την ηχώ απ' της ψυχής σου τις κραυγές.

     

    Ξάφνου τινάζεσαι, σαλεύεις,

    ρουφάς της ύπαρξής μου το εγώ.

    Γίνομαι αρχάνθρωπος το βλέπεις.

    Ξέρεις; Δεν πρόκειται ν' αντισταθώ.

     

    Οι πάγοι έδειξαν να λιώνουνε,

    η στάθμη της θαλάσσης ανεβαίνει.

    Τα βόρεια πλάτη σε προσμένουνε

    μα η Μεσόγειος στη μνήμη καρφωμένη.

     

     

             

                Άφρονες Ρομαντικοί

    Να που ανταμώνουμε σε μια κοινή τροχιά

    μετά από ατέρμονες τυφλές διαδρομές.

    Στροβιλιστήκαμε σε οδύνες και ηδονές.

    Κορμιά που ελέγχουν το μυαλό

     

    Ήπιαμε θλίψη από κούπα σκοτεινή.

    Πιο σκοτεινή και απ' την ανθρώπινη τη φύση.

    Καθρέφτης πια ποτέ δεν θα αντικρίσει

    την πλανεμένη μας μορφή.

     

    Κι άξαφνα το φως διαστέλλεται.

    Κι άξαφνα το ρόδο ανθεί.

    Κι άξαφνα ο χρόνος πάγωσε

    και εμείς... άφρονες ρομαντικοί.

     

    Σέρνεται η σκέψη να βρει στίχους διαφυγής,

    παγιδευμένη σε δωμάτια που στενεύουν.

    Χάδια της νύχτας, μουσικές τη γοητεύουν.

    Αλυσοδένουν τη σιωπή.

     

    Κι άξαφνα η κραυγή δραπέτευσε.

    Κι άξαφνα άλλαξαν χρησμοί.

    Κι άξαφνα ο χρόνος πάγωσε

    και εμείς... άφρονες ρομαντικοί.

     

             

              Γαμήλια Φωτογραφία

    Μικρή, κατάλευκη, αρχαία θεά.

    Φυλάκισε την πιο όμορφη της μέρα σε μειδίαμα.

    Κοίταξε την που αναδιπλώνει μια φτερούγα της.

    Απογειώνεται σε μεταξένια σύννεφα.

     

    Μέσα απ' τον καθρέφτη των ονείρων της διακρίνεις

    το κορίτσι που μια χούφτα χρόνια πίσω την ακολουθεί.

    Γλυκό, τρελό, ατίθασο... Το θυμάσαι;

    Κανένας συμβιβασμός. Καμιά υποταγή.

     

    Φτάνει στο κατώφλι του χρόνου,

    κρυφοκοιτάζει... Μετρά ελπίδες διαφυγής

    σαν συνωμότης του θρόνου,

    πριν υπογράψει τους όρους της συναλλαγής.

     

    Τώρα μένει οχυρωμένη στα κεκτημένα της

    Έχει μάθει και σαρκάζει τα απωθημένα της.

    Άραγε ποια συγκυρία; Ποια απρόβλεπτη αφορμή

    θα αφύπνιζε ξανά, του πάθους τα σκιρτήματα;

     

    Φτάνει στο κατώφλι του χρόνου,

    κρυφοκοιτάζει... Μετρά ελπίδες διαφυγής

    σαν συνωμότης του θρόνου,

    πριν υπογράψει τους όρους της συναλλαγής.

     

     

     

                  Δαίμονες Και Ξωτικά

    Κι άλλες φορές κινδύνεψα μα εδώ όλα χάνονταν.

    Το τι προηγήθηκε δεν είχε σημασία.

    Τα’ βαλα με αυλοκόλακες, παρασκηνίων βρικόλακες

    και οι τύποι αυτοί με κλείσαν στη γωνία.

     

    Όταν συνήλθα, με είχε κάψει το ξημέρωμα.

    Δεμένος, μόνος σε μια έρημη κοιλάδα.

    Γύρω αγρίμια ατάραχα, μετρούσαν πόσο θα άντεχα,

    και εκεί η φωνή της σκόρπισε φρεσκάδα:

     

    Αγνόησε τους μέτριους, των οδυνών μας αίτιους.

    Αγνόησε τους μέχρι να λουφάξουν.

    Κι αν σε απειλούν και βρίζουνε, στους δισταγμούς σου ελπίζουνε.

    Είναι αχυρένιοι, δεν θα σε πειράξουν.

    Αγνόησε τους μέτριους, των συμφερόντων δέσμιους,

    για να ξορκίσεις μόνος σου μετά, τους δαίμονες του νου σου.

     

    Μαλλιά του ήλιου είχε αχτίδες ξανθοκόκκινες,

    Στα μάτια λάμψεις γκριζοκύανες των βράχων.

    Απ’ τα δεσμά με έλυσε, τους φόβους μου διέλυσε

    και χάθηκε στη χώρα των θαυμάτων.

     

    Τώρα σε ενέδρα σκοτεινή με περιμένουνε,

    στην πρώτη κίνηση πισώπλατα να βγούνε.

    Δεν θα με αιφνιδιάσουνε, το χρώμα τους θα χάσουνε,

    καθώς τα λόγια της θα αντηχούνε:

     

    Αγνόησε τους μέτριους, των οδυνών μας αίτιους.

    Αγνόησε τους μέχρι να λουφάξουν.

    Κι αν σε απειλούν και βρίζουνε, στους δισταγμούς σου ελπίζουνε.

    Είναι αχυρένιοι, δεν θα σε πειράξουν.

    Αγνόησε τους μέτριους, των συμφερόντων δέσμιους,

    για να ξορκίσεις μόνος σου μετά, τους δαίμονες του νου σου.

     

     

     

              Δεκαετίες (Joy Division)

    Νάτοι οι νέοι με ένα βάρος στους ώμους.

    Νάτοι οι νέοι μα που είχαν χαθεί;

    Κτυπήσαμε πόρτες της πιο μαύρης κόλασης,

    Στα άκρα σπρωγμένοι, συρθήκαμε εντός.

     

    Σκηνές μας κοιτώντας ξανά από τα παρασκήνια,

    οι εαυτοί μας φαινότανε όπως δεν είχαν φανεί.

    Πορτραίτα τραυμάτων και αποσύνθεσης,

    οι οδύνες που ακόμα δεν έχουν σβηστεί.

     

    Μα που είχαν χαθεί; Που είχαν χαθεί;

    Που είχαν χαθεί; Που είχαν χαθεί;

     

    Βαθιά κουρασμένοι, οι καρδιές μας χαμένες για πάντα.

    Καταδίωξης φόβοι είναι ακόμα εδώ.

    Τελετουργίες μας δείξαν μια πύλη αναζήτησης

    που ανοίγει και κλείνει, κατάμουτρα μας κτυπά.

     

    Μα που είχαν χαθεί; Που είχαν χαθεί;

    Που είχαν χαθεί; Που είχαν χαθεί;

     

     

     

                           Δεσμώτες

    Προμηθέα τι είσαι καθηλωμένος στα βράχια αυτά;

    Ποια αμαρτία σφίγγει τα αιώνια δεσμά;

    Πες μου τι νιώθεις; Τρόμο, μίσος ή απόγνωση

    όταν το όρνεο σου τρυπά τα σωθικά;

    Μετανοείς κρυφά;

     

    Το έγκλημα Ιησού που μου 'παν, ιδιαζόντως ειδεχθές:

    Τη φλόγα δώρισα της γνώσης σ' ανθρώπινες φυλές.

    Αν όμως εξαγόραζα με θρήνους την ποινή,

    μοιραία θα καταδίκαζα όσους ο αγώνας μου παρηγορεί.

     

    Ναζωραίε, δάσκαλε της αγάπης, πιστών ποιμήν.

    O σταυρός σου τέλος είναι ή αρχή ;

    Αν είσαι γιος Θεού, γεμάτος αυταπάρνηση,

    τι ζητάς με τη θυσία  αυτή;

    Τυφλή αποδοχή;

     

    Αλίμονο μου Προμηθέα, δεσμώτης έγινα και εγώ.

    Θνητών εξιλαστήριο θύμα, εικόνισμα θαμπό.

    Αν όμως ξαναγύριζα θα εξόριζα απ' τη γη,

    με δόλο όποιον σέρνεται και στο όνομα μου τη φλόγα απειλεί.

     

     

      

               Εικονική Παραδοξότητα

    Νιώθω λοιπόν χωρίς να ξέρω αν υπάρχω,

    αν είμαι αληθινός ή ολόγραμμα με κωδικό.

    Ίσως να το ’θελα, μπορεί και να ’γινε από λάθος.

    Σε μια παρέκκλιση δραπέτης έφτασα ως εδώ.

     

    Μέχρι στιγμής οι εχθροί δεν με εξαφανίσαν

    σε αντάλλαγμα έχασα για πάντα κάποια όπλα μου.

    Τον παιδικό μου ενθουσιασμό και το χαμόγελο μου.

    Μα έχω ισχυρότερα κρυμμένα μέσ’ στους αισθητήρες μου.

     

    Καιρός να πολεμήσω, να ψηλαφίσω

    μες τη χαμένη μας οντότητα.

    Να ξανακατακτήσω όσα μας κλέβουν

    σε μια εικονική παραδοξότητα.

     

    Μόλις που πρόλαβα σε νέο επίπεδο να ανέβω.

    Εδώ οι παγίδες φαίνονται πιο επικίνδυνες.

    Θέλει πολλή αυτοσυγκέντρωση και ευελιξία.

    Σε κάθε λάθος οι επιπτώσεις είναι επώδυνες.

     

    Άτρωτος είμαι πειρατής των έτοιμων ονείρων.

    Γνωρίζω πια τις αντενδείξεις και τις παρενέργειες.

    Με πνεύμα πλέον διαυγές ,στην ύλη θα επιστρέψω.

    Δεν με αγγίζουν οι απειλές τους οι ηλεκτρονικές.

     

    Καιρός να πολεμήσω, να ψηλαφίσω

    μες  τη χαμένη μας οντότητα.

    Να ξανακατακτήσω όσα μας κλέβουν

    σε μια εικονική παραδοξότητα.

     

     

           

            Εφήμεροι Εραστές

    Ήρθες κι απόψε, στο ηλιοβασίλεμα,

          σε πήρα αγκαλιά.

    Λάμψεις και ανταύγειες με πλάνεψαν

    απ' τα καυτά σου τα φιλιά.

     

    Κύλησε η νύχτα με ερωτικούς σφυγμούς,

    Μου δίνεις χρώμα  και πνοή.

    Τα όνειρα σου ονειρεύτηκα

    μα όλα τελειώνουν την αυγή.

     

    Σήκω αγάπη μου, καιρός να φύγουμε.

    Έδειξε κιόλας να χαράζει.

    Βγήκαν οι ακτίνες, δες, νοιώθω την ψύχρα τους.

    Είσαι χλωμή μα μη σε νοιάζει.

    Ώρα να γενούμε πάλι γκρίζοι.

     

    Τι κι αν δε θα σε ξαναδώ σε τούτη τη ζωή ;

    Φτάνει που νοιώσαμε μαζί για λίγο ζωντανοί.

     

     Ήρθες κι απόψε.

    στο σεληνόφωτο, το αίμα σου βογκά .

    Παίρνει τη ζεστασιά του λάγνου πάθους σου,

    για τελευταία φορά.

     

    Τα άστρα μου έγνεψαν πως αποτύπωσαν

    την ασημένια σου τη μορφή.

    Θα αναριγώ απ' την ανάσα σου

    μέσ' των ανέμων τη γιορτή.

     

    Σήκω αγάπη μου, και να φυλάγεσαι.

    Μακριά απ’ την πέτρινη ματιά τους.

    Να, οι νεκροζώντανοι ξαναξυπνήσανε.

    Για να περνάμε ανάμεσα τους,

    ώρα να γενούμε πάλι γκρίζοι.

     

    Τι κι αν δε θα σε ξαναδώ σε τούτη τη ζωή ;

    Φτάνει που νοιώσαμε μαζί για λίγο ζωντανοί.

     

    Το σύμπαν γύρω μου αδρανεί, οι λέξεις στενές …

    και εσύ μου φεύγεις, πορεύεσαι ασταμάτητα.

    Παιδί με τη σιωπή στο βλέμμα και τις ανεμώνες στην καρδιά.

    Να 'ξερες … η αγάπη μου δεν έχει οδηγό ...

     

     

     

     

               Η Κυρία Αδιαφορεί (Talking Heads)

    Χαμογελάει και πηδάει απ’ το παράθυρο.

    Θαρρείς πως θα ’λεγε κάτι, μα της φάνηκε ανιαρό.

    Η κυρία αδιαφορεί, ω ναι η κυρία αδιαφορεί.

    Απλά γυρνά την πλάτη, ξεφεύγει. Μ’ αρέσει αυτό το στυλ.

     

    Μικρό πλωτό κυλά στο ποτάμι, δες, τρυπά την καταχνιά.

    Αράζει αυτή εκεί όπου θελήσει και ξαναξεκινά.

    Λοιπόν δεν με ενοχλεί, καθόλου δεν μ‘ ενοχλεί

    και ότι κάνει αυτή είναι εντάξει. Μ’ αρέσει αυτό το στυλ.

     

    Πάνω-κάτω έλα δες που πετώ.

    Νιώθω παράξενα ωραία.

    Ξέρω, αρκεί. Μοιάζει υποκριτική.

    Κάλυψ’ τα αυτιά σου για ν’ ακούς τι σου λεω.

    Δεν χάθηκα, μα δεν ξέρω τι είναι εδώ. Έχω απορία.

    Όλα καλά. Περνάμε εδώ καλά.

    Ποιος ξέρει τι σκέφτομαι αλήθεια.

     

    Η αγάπη λέει δεν την ορίζει μα όλοι ξέρουνε

    όταν κοιτάει στον καθρέφτη πόθοι την πνίγουνε.

    Η κυρία αδιαφορεί, ω ναι η κυρία αδιαφορεί.

    ΑΑπλά γυρνά την πλάτη, ξεφεύγει. Μ’ αρέσει αυτό το στυλ.

     

    Πάνω-κάτω, να ’μαστε ξανά.

    Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι λέω.

    Νιώθω σαφώς πολύ αλλιώτικα.

    Μιλά και εκείνη πως νοιώθει.

    Ε τι έκπληξη ήταν αυτή. Μου λες το ίδιο.

    Έλα τώρα, λέει ότι θέλει αυτή.

    Ποιος ξέρει τι σκέφτεται αλήθεια.

     

     

     

     

                 Η Πτήση Του Ίκαρου

    Να 'μαι εδώ στα βόρεια πλάτη, ξέμεινα θαρρώ.

    Χρόνια είναι τώρα ή μόλις έφθασα;

    Γύρω κρεμαστοί στους τοίχους συγκάτοικοι σιωπής

    και εγώ προσμένω μιαν ένδειξη γαλήνης.

     

    Αποπνικτικός αέρας κόβει την πνοή,

    μια ομίχλη στο μυαλό μου διαχέεται.

    Χθες ήταν παιχνίδι, τώρα χίμαιρα φτηνή

    να βρω κογχύλια κοντά σε ουράνιο τόξο.

     

    Δώσε μου φτερά κι ας είναι του ίκαρου

    δεν το βλέπεις θέλω να πετάξω

    κι αν με λιώσει ο ήλιος θα 'ναι ο ήλιος μου

    πριν χαθώ, θα του χαμογελάσω.

     

    Κέρινα σχιστά ματάκια της Άπω Ανατολής

    παίρνουν όρκους για αιώνια αφοσίωση.

    Πνίγεται η πολιτεία, φως πορτοκαλί.

    Τώρα κοιμάται, ανθούν τα μαγουλά της.

     

    Δώσε μου φτερά κι ας είναι του ίκαρου

    δεν το βλέπεις θέλω να πετάξω

    κι αν με λιώσει ο ήλιος θα ‘ναι ο ήλιος μου

    πριν χαθώ, θα του χαμογελάσω.

     

     

      

     

            Η Φάννυ

    Η Φάννυ μπαίνει στο μπαράκι,

    απόψε σχόλασε νωρίς.

    Ε μπάρμαν...βάλε μου μια βότκα.

    Μην έτυχε τ' αγόρι μου να δεις;

    Τα πίνει εδώ τις νύχτες που εγώ αργώ.

     

    Ο μπάρμαν λεει: Φάννυ ακου,

    τον άντρα σου έχω κολλητό

    μα θέλω μόνο το καλό σου

    και ψέμα δεν μπορώ να πω.

    Δεν θα φανεί, γυρνά με μια μελαχρινή!

     

    Η Φάννυ είναι υπόδειγμα γυναίκας,

    σε όλους πάντα αγαπητή.

    Το γάμο σκέφτεται μονάχα,

    γι’ αυτό δουλεύει σα σκυλί,

    ενώ αυτός γυρνά και χάνεται διαρκώς.

     

    Δεν θα 'ταν δώδεκα η ώρα

    που ακούστηκε η πνιχτή της στριγκλιά.

    Αμέσως το 'χε μετανιώσει

    που του 'ριξε τη μαχαιριά.

    Του λέει: Γιατί;

    Τι σου 'λειπε απ' τη ζωή;

     

    Εκείνος είναι πλέον τελειωμένος.

    Το νιώθει μα χαμογελά.

    Μωρό μου και να θες δεν θα μπορέσεις

    να καταλάβεις τελικά

    τι είναι αυτό που μου ρουφάει το μυαλό.

     

     

     

                 Θα Ξανάρθουν

    Μες στην κρύπτη σου κινείσαι νωθρά, 

    τα ένστικτα σου προσπαθείς να κρύψεις.

    Αποστειρωμένος καλά,

    μα σε προδίδει η οσμή της σήψης.

    Η ματιά σου παγωμένη φωτιά,

    σημάδι κάποιοι θα χαθούνε.

    Δρας υπόγεια, μεθοδικά.

    Τα θύματα σου δεν κοιτάς μετά.

     

    Μα θα ξανάρθουν. Το ξέρεις καλά.

    Θα ξανάρθουν. Νύχτα ή μέρα.

    Όταν νιώσεις πιο ασφαλής, πως δεν σε θυμάται κανείς,

    θα αντικρίσεις το βλέμμα τους, θα σε πνίξουν στο αίμα τους.

    Σαν θα ξανάρθουν.

     

    Είτε είσαι γεννημένος φονιάς

    είτε πλασιέ λευκού θανάτου,

    πληρωμένος εκτελεστής

    ή στρατηγός στρατού αοράτου,

    οι νεκροί σου δεν έχουν μορφή.

    Είναι απώλεια αμελητέας αξίας,

    παρελθόν, στατιστική

    ή κάποιο λάθος σε κούρσα υπεροχής.

     

    Μα θα ξανάρθουν. Το ξέρεις καλά.

    Θα ξανάρθουν. Νύχτα ή μέρα.

    Όταν νιώσεις πιο ασφαλής, πως δεν σε θυμάται κανείς,

    θα αντικρίσεις το βλέμμα τους, θα σε πνίξουν στο αίμα τους.

    Σαν θα ξανάρθουν.

     

     

      

                     Θεού Απολογία

    Εσύ με δημιούργησες για να με υπηρετείς

    Για να πλανάς τη φύση σου, με ποίησες

    κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση.

     

    Αδυναμίες βάπτισες τα συναισθήματα.

    Τα πρόδωσες και αυτά σαν μου τα στέρησες,

    λες και ήταν όλα αιρετικά.

     

    Ω Άνθρωπε συγχώρα με

    μα νιώθω ανυπεράσπιστος στο χώμα.

    Το αδίστακτο κυνήγι της φθοράς με γέρασε

    μα σε εξουσιάζω ακόμα.

     

    Οι ευθύνες ήτανε βαριές να τις μονοπωλείς

    ούτε μπορείς να δεις πως είσαι μόνος σου.

    Μοναχός ... γι' αυτό μοναδικός.

     

    Στο χθες και το αύριο μ’ έκλεισες, παντού και πουθενά

    Να σε διδάσκω απλά ειρήνη, ισότητα,

    δικαιοσύνη, αγάπη, ελευθερία.

     

    Όλες λέξεις αιμόφυρτες, τυφλές,

    ριγμένες σπάταλα μέσ’ τα βιβλία.

    Θα 'ρθει η ώρα να εξαντληθούν

    μέσα στου χρόνου μου την απουσία.

     

     

     

                               Καλυψώ

    Μωρό μου σ' έχω ερωτευθεί, μια ματιά σου ήταν αρκετή.

    Πριν προλάβω ν’ αμυνθώ, μ' έκανες να σε ποθώ.

    Μου πήρες το μυαλό με άφησες λειψό.

    Δείξε πως με θέλεις Καλυψώ.

     

    Στην καρδιά μου αιμορραγώ, ξέρεις φταις εσύ γι' αυτό.

    Μια την πλάτη μου γυρνάς, μια με νόημα με κοιτάς.

    Μου πήρες το μυαλό, με άφησες λειψό.

    Δείξε πως με θέλεις Καλυψώ.

     

    Σου είπα είσαι το όγδοο το θαύμα,

    το ομορφότερο ολωνών.

    Μα εσύ δεν μου γιάτρεψες το τραύμα.

    Καλυψώ, εξηγήσου μια για πάντα.

    Άσε τις υπεκφυγές, σ’ αρέσει η νύχτα κι ας μην το λες.

    Με δυο νότες και μια γουλιά, θα σου φύγει η παγωνιά.

    Μου πήρες το μυαλό, με άφησες λειψό.

    Δείξε πως με θέλεις Καλυψώ.

     

    Σου είπα είσαι το όγδοο το θαύμα,

    το ομορφότερο ολωνών.

    Μα εσύ δεν μου γιάτρεψες το τραύμα.

    Καλυψώ, εξηγήσου μια για πάντα.

     

     

     Κατακτητής (Procol Harum)

    Κονκισταδόρε το άτι σου

    μονάχο τριγυρνά.

    Και εσύ σαν φωτοστέφανο

    που αγνότητα ξερνά.

    Η πανοπλία σου δεν κράτησε

    την λάμψη που 'χε στην αρχή.

    Στην περικεφαλαία σου

    ίχνη δεν βλέπω από ζωή.

    Δεν έχω ελπίδα πια, κάτι να βρω 

    ένα λαβύρινθο να πορευτώ.

     

    Κατακτητή η ασπίδα σου

    όρνεο φιλοξενεί

    και στο θηκάρι σου η σκουριά

    χορτάριασε και ανθεί.

    Και αν και το πετραδένιο ξίφος σου

    δεν έχει συληθεί,

    το αυταρχικό σου πρόσωπο

    στο κύμα έχει πλυθεί.

    Δεν έχω ελπίδα πια, κάτι να βρω 

    ένα λαβύρινθο να πορευτώ.

     

    Κατακτητή τα σέβη μου,

    ώρα να αποχωρώ. 

    Κι αν ήρθα εδώ σαν χλευαστής,

    τώρα πια σε θρηνώ.

    Καθώς οι ακτίνες απ' το ημίφως σκαν

    διώχνει την απουσία το παν.

    Κι έστω κι αν ήρθες με σπαθί σκληρός,

    κραταιός δεν φεύγεις, μα νεκρός

    Δεν έχω ελπίδα πια, κάτι να βρω 

    ένα λαβύρινθο να πορευτώ.

     

     

     

      Κοντά Στα Μεσάνυχτα

    Ήταν κοντά στα μεσάνυχτα

    τα 'πινα στης παρέας το ρυθμό.

    Κουβέντες γνώριμες, ατέρμονες.

    Πολλές χωρίς ουσία και ειρμό.

     

    Για μια στιγμή αφαιρέθηκα και κοίταζα

    μορφές απ' των τσιγάρων τους καπνούς.

    Να 'ταν η μπύρα ή η πανσέληνος;

    Και μια μορφή μιλά με υπαινιγμούς:

     

    Είμαι ο εμπνευστής των ονείρων σας.

    Ρόλους μοιράζω και αφορμές.

    Ανώδυνα υποκατάστατα μιας υπέροχης ζωής ανέφικτης.

    Μιας υπέροχης ζωής ανέφικτης... για εσάς.

     

    Ήμουν φτιαγμένος μα κατάλαβα

    τι ήταν και τι ήθελε να πει.

    Στην έξοδο αμέσως κατευθύνθηκα

    για αέρα που δεν είχε μολυνθεί.

     

    Έγινε η νύχτα άδειο παρελθόν.

    Στις τόσες νύχτες άλλη μια κι αυτή.

    Μα όταν συμβεί και είμαι στις μαύρες μου,

    η ίδια αυτή μορφή με προκαλεί:

     

    Είμαι ο εμπνευστής των ονείρων σας.

    Ρόλους μοιράζω και αφορμές.

    Ανώδυνα υποκατάστατα μιας υπέροχης ζωής ανέφικτης.

    Μιας υπέροχης ζωής ανέφικτης... για εσάς.

     

     

     

     

      Κοπέλα Ciao

    Τη μέρα εκείνη, καθώς ξυπνούσα

    Κοπέλα ciao! bella ciao!

    bella ciao, ciao, ciao!

    Τη μέρα εκείνη, καθώς ξυπνούσα

    γνώρισα τον κατακτητή.

     

    Ω παρτιζάνε θα’ ρθω μαζί σου.

    Κοπέλα ciao! bella ciao!

    bella ciao, ciao, ciao!

    Ω παρτιζάνε θα’ ρθω μαζί σου.

    Νιώθω το θάνατο κοντά.

     

    Κι αν θα πεθάνω σαν παρτιζάνος

    Κοπέλα ciao! bella ciao!

    bella ciao, ciao, ciao!

    Aν θα πεθάνω σαν παρτιζάνος

    να πάρεις το κορμί μου εσύ.

     

    Και να με θάψεις στα κορφοβούνια

    Κοπέλα ciao! bella ciao!

    bella ciao, ciao, ciao!

    Ναι να με θάψεις στα κορφοβούνια

    Στον ίσκιο ενός ωραίου ανθού.

     

    Και όλοι εκείνοι που θα περνάνε,

    Κοπέλα ciao! bella ciao!

    bella ciao, ciao, ciao!

    Και όλοι εκείνοι που θα περνάνε,

    θα λένε “Τι όμορφος ανθός!”

     

    Θα είναι το άνθος του παρτιζάνου

    Κοπέλα ciao! bella ciao!

    bella ciao, ciao, ciao!

    Θα είναι το άνθος του παρτιζάνου

    που έπεσε για λευτεριά.

     

     

     

     

                Λίκνισμα

    ( Rockaby του Samuel Beckett)

    Ώσπου στο τέλος έφτασε η μέρα

    στο τέλος έφτασε το τέλος ατέλειωτης μέρας

    που είπε στον εαυτό της ποιον άλλον να πει;

    καιρός να σταματήσει

    καιρός να σταματήσει να πηγαίνει

    πέρα - δώθε

    όλη μάτια ολόγυρα

    πάνω κάτω

    Για κάποιαν άλλη

    Έτσι στο τέλος επέστρεψε μέσα

    το στόρι ανέβασε κοιτώντας απ’ το παράθυρο της

    τα απέναντι παράθυρα κοιτώντας κρυφά

    παράθυρα μονάχα

    τα απέναντι παράθυρα κοιτώντας

    πέρα - δώθε

    όλη μάτια ολόγυρα

    πάνω κάτω

    Για κάποιαν άλλη

    Για κάποιαν άλλη σαν κι αυτήν

    έστω και λίγο σαν κι αυτήν

    μιαν άλλη ύπαρξη υπαρκτή

    έστω και μία υπαρκτή

    Ώσπου στο τέλος κοίταξε απ’ το τζάμι

    αχόρταγα μάτια σαν της ίδιας

    μην τύχει και δει

    στα απέναντι παράθυρα να ψάχνει και αυτή

    για ύπαρξη μονάχη

    για ύπαρξη μονάχη που κοιτάζει

    πέρα - δώθε

    όλη μάτια ολόγυρα

    πάνω κάτω

    Για κάποιαν άλλη

    Έτσι στο τέλος έκλεισε το στόρι

    κατέβηκε τη σκάλα ως την παλιά κουνιστή πολυθρόνα

    και εκεί που λικνιζόταν με μάτια κλειστά

    της λέει να σταματήσει

    της λέει να σταματήσει να κινείται

    πέρα - δώθε

    όλη μάτια ολόγυρα

    πάνω κάτω

    Για κάποιαν άλλη

    Για κάποιαν άλλη σαν κι αυτήν

    έστω και λίγο σαν κι αυτήν

    μιαν άλλη ύπαρξη υπαρκτή

    έστω και μία υπαρκτή

    Ώσπου στο τέλος έφτασε η μέρα

    στο τέλος έφτασε το τέλος ατέλειωτης μέρας

    που λέει στην πολυθρόνα

    ποιαν άλλην να πει;

    καιρός να σταματήσει

     

     

     

        Mack Ο Σουγιάς  

         (Bertolt Brecht)

    Έχει δόντια ο καρχαρίας

    Στα σαγόνια, φανερά.

    Έχει και ο Μαχκήθ μαχαίρι.

    Μα κρυμμένο το κρατά.

     

    Σαν δαγκώνει ο καρχαρίας

    Βγαίνουν κύματα ερυθρά

    Μα ο Μαχκήθ με άσπρα γάντια

    Κόκκινα ίχνη δεν ξεχνά.

     

    Κάποια Κυριακή ωραία

    Κάποιο πτώμα στη γωνιά.

    Και από απέναντι ποιός τρέχει;

    Τον φωνάζουν Μακ Σουγιά

     

    Και ο Σμουλ Μάγιερ αγνοείται

    Αν και πλούσιος ευγενής.

    Και ο Μακχήθ σκορπά το χρήμα

    Μα αποδείξεις δεν θα βρεις.

     

    Η Τζένη Τάουλερ ξαπλωμένη

    Με μαχαίρι στην καρδιά

    Και ο Μαχκήθ στην αποβάθρα

    Δεν γνωρίζει για όλα αυτά

     

    Και η μικρούλα, δήθεν χήρα

    Που όλοι ξέρουμε πως ζει

    Ξύπνησε κακοποιημένη

    Μακ ποια ήταν η αμοιβή;

     

    Κάποιοι μένουν στο σκοτάδι

    Κάποιοι βγαίνουν φανερά.

    Μα εσύ μόνο αυτούς διακρίνεις.

    Και όχι αυτούς που δρουν κρυφά.

    Μα εσύ μόνο αυτούς διακρίνεις.

    Και όχι αυτούς που δρουν κρυφά.

     

     

     

             Μέρες Αλλόκοτες

    Τις νύχτες στο ταβάνι τριγυρνάνε

    οι ήρωες της νιότης μου οι χαμένοι.

    Στην κάμαρα μου αθόρυβα γλιστράνε.

    Νηφάλιοι, μεθυσμένοι, απορημένοι.

     

    Σε τέχνες, λένε, και σε επαναστάσεις,

    τα δώρα τους, μας έχουν φυλαγμένα.

    Διψούν για νέες ιδέες και καταστάσεις

    μα διάδοχο δεν βλέπουνε κανένα.

     

    Μέρες αλλόκοτες.

    Σκέψεις δεν ανθούν πριν μαραθούν.

    Σκιές αλλόφρονες.

    Ποιοι θα παλέψουν;

    Πόσοι θα αντέξουν στον χρόνο;

     

    Μου γνέφουν και ζητάνε εξηγήσεις:

    Σαν έφυγαν αυτοί τι πήγε λάθος;

    Δεν έχω να τους δώσω απαντήσεις.

    Γνωρίζουν όμως όλοι κατά βάθος.

     

    Μέρες αλλόκοτες.

    Σκέψεις δεν ανθούν πριν μαραθούν.

    Σκιές αλλόφρονες.

    Ποιοι θα παλέψουν;

    Πόσοι θα αντέξουν στον χρόνο;

     

    Ξημέρωσε και ο ήλιος σχεδιάζει

    στον τοίχο μου, με ίσκιους που θαμπώνουν.

    Η εικόνα φαίνεται πως δεν αλλάζει

    μα νέες πινελιές την πλαισιώνουν.

     

     

                      Μετάλλαξη

    Πετάχτηκε ανήσυχος από το βουητό

    Δεν πρόλαβε καλά-καλά ο ύπνος να τον πάρει

    Περνούσαν απ’ τις γρίλιες δέσμες διάφανες φωτός,

    ωστόσο μες στη νύχτα αυτή δεν έβγαινε φεγγάρι.

     

    Στους δρόμους που κατέβηκε δεν φάνηκε κανείς

    λες και κανείς δεν ένοιωσε κάτι να συμβαίνει

    Δυο ίσκιους μόνο πρόσεξε στη μάνδρα μιας αυλής.

    Κι ακούει πλησιάζοντας να λένε σαστισμένοι.

     

    Να ο τελευταίος ... ο τελευταίος.

    Να ο τελευταίος των ανθρώπων.

     

    Μπροστά τους όταν έφτασε του κόπηκε η μιλιά.

    Στη θέση του προσώπου τους υπήρχε μια οθόνη.

    Τηλεκοντρόλ για χέρια και κεραίες για αυτιά.

    Και αντί για αέρα, εισέπνεαν αδιάκοπα μια σκόνη.

     

    Μου’ χει σαλέψει, σκέφτηκε, θα φταίει το κρασί.

    Γίνονται περισσότεροι, το διάβα μου έχουν κλείσει.

    Στο σπίτι θα γυρίσω, θα βγω μόνο το πρωί

    Κι ίσως αυτός που πρωτοδώ δεν θα αναφωνήσει:

     

    Να ο τελευταίος ... ο τελευταίος.

    Να ο τελευταίος των ανθρώπων.

     

     

     

                 Ο Βράχος Μου

    Αυτός ο βράχος με περιμένει στη στροφή.

    Κάθε πρωί τον ανταμώνω και πιο πέρα.

    Τον κουβαλάω μέχρι του λόφου την κορφή.

    Τη νύχτα είναι ψηλά. Κατρακυλά τη μέρα.

     

    Περνούν μπροστά μου προφήτες, λόγιοι, ποιητές.

     Παραιτημένοι, μεταποιούν χρησμούς και ιδέες.

    Δεν μου μιλούν μα αναρωτιούνται με ματιές:

    Είναι εξαναγκασμός ή αγάπησα τις πέτρες;

     

    Ακόμα ένας μύθος στης ζωής μου τα μυστήρια.

    Ακόμα ένας γρίφος που μπορώ μα δεν θα λύσω.

    Θα θάψω πιο βαθιά των δισταγμών μου τα πειστήρια

    Ξανά στην ουτοπία ανάβαση θα αρχίσω.

     

    Αυτός ο βράχος τραβά με βρόχο στο βυθό

    όσους τον βλέπουν σαν απειλή και τιμωρία.

    Εγώ τον ξέρω ροκ και ροκ θα συστηθώ

    σε αυτούς που ακολουθούν παράδοξη πορεία.

     

    Και αν με αντικρίζουν μετά από πτώση σιωπηλό,

    και αν με χλευάζουν, ανασκουμπώνομαι και πάλι.

    Πάντα παρέα με ένα βράχο θα κυλώ.

    Ξεκίνησα από εκεί που βάλτωσαν οι άλλοι.

     

    Ακόμα ένας μύθος στης ζωής μου τα μυστήρια.

    Ακόμα ένας γρίφος που μπορώ μα δεν θα λύσω.

    Θα θάψω πιο βαθιά των δισταγμών μου τα πειστήρια

    Ξανά στην ουτοπία ανάβαση θα αρχίσω.

     

           

                  Ο Ένοχος

    Άμορφα σίδερα, καμένα λάστιχα.

    Στην έρημη άσφαλτο ξάφνου σωριάστηκα.

    Σαν έρθει ασθενοφόρο, θα ’μαι κάπου αλλού, σε άλλο ταξίδι.

     

    Πριν λίγο πέταγα, ζούσα για το παρόν.

    Τώρα αιωρούμαι σε μέλλον παρελθόν.

    Μονάχα τη μορφή του δεν διέκρινα...

     

    Ποιος είναι ο ένοχος; Ποιος είναι ο ένοχος;

    Ποιος είναι; Πως ξεφεύγει; Που να κρύβεται;

     

    Θέατρο μίσους, τυφλή παράνοια.

    Τρόμος σε Ασία, ΗΠΑ, Βαλκάνια.

    Μια σφαίρα ήταν το κάψιμο στο στήθος μου με το όνομα μου.

     

    Δεν θα με ξαναβρεί της άνοιξης βροχή.

    Ποιος στην καλή μου μια εξήγηση θα πει;

    Μια έκφραση παράπονου την σκίασε.

     

    Ποιος είναι ο ένοχος; Ποιος είναι ο ένοχος;

    Ποιος είναι; Πως ξεφεύγει; Που να κρύβεται;

     

    Βρήκαν στο αίμα μου τον ύπουλο ιό. 

    Πως μου συνέβη; Δεν είναι δυνατόν.

    Του έρωτα τη μάσκα ο χάρος πέταξε και έδειξε εμένα.

     

    Πριν φύγω μόνος μου, χωρίς πλαστές κραυγές,

    χωρίς συνάνθρωπους, φθηνούς υποκριτές,

    μια ερώτηση πλανιέται αναπάντητη.

     

    Ποιος είναι ο ένοχος; Ποιος είναι ο ένοχος; Ποιος;

    Ποιος είναι; Πως ξεφεύγει; Που να κρύβεται;

    Τόσο κοντά μας… Τόσο κοντά μας…

  •  

     

     

       

           Πάλι Γκρίζοι

      Σήκω αγάπη μου,

      καιρός  να φύγουμε.

      Να, οι νεκροζώντανοι

      ξαναξυπνήσανε.

      Ώρα να γενούμε πάλι γκρίζοι.

      Πάλι γκρίζοι...

       

       

       

             

       

                   Παράξενος Κόσμος

      Παράξενος κόσμος αν είσαι ξένος,

      με άσχημες φάτσες αν δεν είσαι γνωστός.

      Στρίγγλες γυναίκες σε αποφεύγουν.

      Άβατοι οι δρόμοι αν περνάς μοναχός.

       

      Για τον ξένο μορφές γεννά η βροχή στη σιωπή.

      Το όνομα σου θα ξεχαστεί στη σιωπή…

      στη σιωπή… στη σιωπή…

       

      Παράξενος κόσμος για τον μετανάστη.

      Δεν έχεις φωνή αν δεν έχεις δέρμα ανοιχτό.

      Ο ένοχος θα ‘σαι στην κάθε απάτη,

      ο στόχος, αν σπάσει το φίδι τ' αυγό.

       

      Για τον ξένο μορφές γεννά η βροχή στη σιωπή.

      Το όνομα σου θα ξεχαστεί στη σιωπή…

      στη σιωπή… στη σιωπή…

       

             

       

                Πέρα Από Την Άκρη Της Πόλης

      Βγήκα μοναχός πέρα απ’ την άκρη της πόλης

      Μακριά από τον γκρίζο ιστό της.

      Εκεί που ακούς τους κισσούς, ξωτικά να πλέκουν.

      Εκεί που οι ρίζες, που στραγγίζουν μυαλά,

      δεν μπορούν να απλωθούν.

       

      Διάβηκα από ίχνη που αφήσαν χαμένοι,

      σε αρχέγονες μνήμες κρυμμένοι.

      Με οδήγησαν σε φωτεινά μονοπάτια.

      Σκάβω το χώμα, της γης μου τα λόγια

      σκύβω να αφουγκραστώ…

       

      Δεν είσαι μόνος, είσαι στο κέντρο.

      Μην τους ακούς, σε θέλουν σε ύπνωση.

      Απόψε κόψε της θλίψης το δέντρο, να ανθίσει η ζωή,

      να αρχίσει η απογείωση πέρα από την άκρη της πόλης.

       

      Πέρα από την άκρη της πόλης

      Πέρα από την άκρη της πόλης θα σε βρω.

       

      Με έστειλε η σκέψη μου αμέσως σε σένα

      και σε αυτά που είχα καιρό ξεχασμένα.

      Σε αυτά που δεν μας κρατήσαν σε ένα.

      Των δυο μας τα λάθη,

      αδήλωτα πάθη τώρα μ’ ακολουθούν.

       

       Ξέρεις θυμάμαι απέξω τον αριθμό σου

      μα δεν θα ’ρθω μέσα απ’ τ’ ακουστικό σου.

      Θα πάρω φόρα ως του σπιτιού σου την πόρτα

      Θα σ’ απαγάγω απ’ τη χλωμή σου μορφή.

      Για μιαν άλλην αρχή.

       

      Δεν είσαι μόνη, είσαι στο κέντρο.

      Μην τους ακούς, σε θέλουν σε ύπνωση.

      Απόψε κόψε της θλίψης το δέντρο, να ανθίσει η ζωή,

      να αρχίσει η απογείωση πέρα από την άκρη της πόλης.

       Πέρα από την άκρη της πόλης

      Πέρα από την άκρη της πόλης θα σε βρω.

       

       

       

             

       

                    Πόθοι Ανεκπλήρωτοι

      Πάλι κοντεύει να χαράξει, κι αυτή άραγε κοιμάται;

      -ξορκίζοντας τα όνειρα μην είναι ανασφαλή-

      Και εγώ μες σ' ένα τέταρτο ντυμένος, νυσταγμένος,

      ανοίγοντας το βήμα μου,

      προφταίνω τους εργάτες στη γραμμή.

       

      Σαν μπαίνω μες  τη σήραγγα, αρχίζει και ξυπνάει.

      Τα μάτια της ζηλεύουνε οι ανταύγειες του πρωινού.

      Τεντώνει το κορμάκι της κι η ανάσα της με ζώνει

      καθώς ελέγχω τις στοές

      που χάνονται στα σπλάχνα του βουνού.

       

      Πόθοι ανεκπλήρωτοι, έρωτες αλύτρωτοι

      συννέφιασμα στη ματιά μας.

      Κρυφά ριζώνουνε, μετά στοιχειώνουνε.

      Πόσο πληγώνει η λογική.

       

      Την ώρα του διαλείμματος δεν έχω ησυχία.

      Χαράζω το όνομα της στου βράχου τις ρωγμές.

      Κι αυτή στο αμφιθέατρο σκυφτή σε σημειώσεις

      οι λέξεις γίναν κύματα,

      κι απόμερα ακρογιάλια οι γραμμές.

       

      Στη βάρδια τη νυχτερινή οι ίσκιοι μεγαλώνουν.

      Απλώνεται η υγρασία, το κόκαλο νικά.

      Και εκείνη που μου άφησε ανεξίτηλα σημάδια,

      ανήμπορη να ελπίζει πια,

      προφέρει το όνομά μου πιο αραιά.

       

      Πόθοι ανεκπλήρωτοι, έρωτες αλύτρωτοι

      συννέφιασμα στη ματιά μας.

      Κρυφά ριζώνουνε, μετά στοιχειώνουνε.

      Πόσο πληγώνει η λογική.

       

       

       

                                Πορεία

      Σκαρφάλωνα οδηγώντας σ' ένα άγνωστο βουνό

      το μίνι κούπερ μούγκριζε με πείσμα στις στροφές του.

      Αν είχα προορισμό τον ξέχασα κι' αυτόν

      μα είχα να προσέχω το γκρεμό στα όρια του δρόμου.

       

      Σκοτείνιαζε πιο γρήγορα απ' ότι είχα προβλέψει

      όταν μια απόκοσμη κραυγή πλημμύρισε τ' αυτιά μου.

      Κοίταξα το ραδιόφωνο μα από ώρα είχε να εκπέμψει.

      Κάποιος ψηλά απ' την κορυφή μ' εντόπισε

      και λέει στη μεριά μου:

       

      Προχώρα να με φτάσεις κι ότι κι αν περάσεις

      κράτα την πορεία σου αμετάβλητη.

      Και όταν σ' ανταμώσω κάνε με να νιώσω

      για το παρελθόν μου υπερήφανος.

       

      Με κόπο συγκρατήθηκα μην πέσω στο κενό

      τα δάκτυλα μου έσφιξαν με τρόμο το τιμόνι.

      Σ' αυτό το δρόμο πίστευα πως ήμουν μοναχός

      καθώς μας χρέωσε όλους η ζωή από ένα μονοπάτι.

       

      Πλησίαζα μοιραία στα μισά της διαδρομής,

      όταν απότομα έστριψα σε μια κοφτή ανηφόρα.

      Τινάχτηκαν οι προβολείς κοντά στην κορυφή.

      Φωτίστηκε μια γέρικη μορφή...

      φωτίστηκε η μορφή μου.

       

      Προχώρα να με φτάσεις κι ότι κι αν περάσεις

      κράτα την πορεία σου αμετάβλητη.

      Και όταν σ' ανταμώσω κάνε με να νιώσω

      για το παρελθόν μου υπερήφανος.

       

         

       

                 Πρίγκιπες

      (Μια νύχτα στα Εξάρχεια)

      Με πετύχαν στη Τζαβέλα

      μια νύχτα στα Εξάρχεια.

      Τη νύχτα του χαμού.

      Ξέραν δεν οπλοφορούσα,

      απλά χαμογελούσα,

      κι αυτοί δεν το μπορούν.

       

      Και με πυροβολήσαν

      στο όνομα του νόμου,

      της εξουσίας της στολής.

      Και κλέψαν τα όνειρά μου.

      Τα πρόλαβε μια σφαίρα

      με την ακρίβεια της βολής.

       

      Χτυπήστε με γουρούνια.

      Σκοτώστε με γρανάζια.

      Το αίμα μου θα αναδυθεί

      και θα ξυπνήσει όλους

      τους πρίγκιπες που είχαν

      για μια γενιά αποκοιμηθεί.

       

      Τηλεθεατές ψελλίζουν,

      αθέατοι σαπίζουν,

      μα η νιότη θα εκραγεί.

      Πόσες πια μεμονωμένες

      θυσίες θα ανεχτούμε;

      Το ρόδο αιμορραγεί.

       

      Χτυπήστε μας γουρούνια.

      Ανθρωποειδή κοπάδια.

      Η οργή μας θα σας καταπιεί

      και θα ξυπνήσει όλους

      τους πρίγκιπες που είχαν

      για μια γενιά αποκοιμηθεί.

       

       

              

               Σαν στο Brixton

      Αν την πόρτα σου βροντούν

      πως θα βγεις στη γειτονιά;

      Με τα χέρια ψηλά

      ή σφιγμένα σε γροθιά;

       

      Αν σε πνίγει η εξουσία

      πως θα αντισταθείς;

      Τρομαγμένος στη γωνιά σου

      ή στους δρόμους της γιορτής;

       

      Τα κορμιά μας σύνορα σας,

      μα αν τολμήστε θα ακουστούν

      όπλα σαν στο Brixton.

       

      Το χρήμα σε μεθάει.

      Τη ζωή σου εκεί πουλάς.

      Μα η ώρα σου σαν φθάσει

      να σε σώσει μη ζητάς.

       

      Του τρόμου εργοδότες.

      Βιτριόλι η αμοιβή.

      Το νοιώθουν Κωνσταντίνα.

      Καταρρέουν στην οργή.

       

      Τα κορμιά μας σύνορα σας,

      μα αν τολμήστε θα ακουστούν

      όπλα σαν στο Brixton.

       

      Θανάτου μετανάστης

      από όλμους Ταλιμπάν

      σε βόμβα της Αθήνας.

      Φτωχέ Χαμιντουλάν.

       

      Τους λεν μην απεργείτε.

      Καείτε στην δουλειά.

      Ο θρήνος με σπαράζει

      μα ο θυμός με ξεπερνά.

       

      Τα κορμιά μας σύνορα σας,

      μα αν τολμήστε θα ακουστούν

      όπλα σαν στο Brixton.

       

      Αν την πόρτα σου βροντούν

      Πως θα βγεις στη γειτονιά;

      Με τα χέρια ψηλά

      ή σφιγμένα σε γροθιά;

       

       

       

              

                   Σε Έκτη Αίσθηση

      Σταμάτα να γυρνάς στης κάμαρας μου τη σιγή,

      η δύση πριν να σβήσει, πριν να κλείσει η πληγή.

      Εκεί που λέω, τώρα μοναχός θα γιατρευτώ,

      προβάλλει η μορφή σου μαγεμένο ξωτικό.

       

      Σταμάτα να αναδύεσαι απ’ τον πάτο του ποτού

       Κρυστάλλινη αντανάκλαση στο αλκοόλ του ποτηριού.

      Η ανάσα σου, τη ζάλη μου φουντώνει πιο πολύ

      καθώς μου ψιθυρίζει: Ήρθα για άλλο ένα φιλί.

       

      Μα αν είναι όταν φεύγεις, να πεθαίνω κάθε αυγή,

      σε φλόγες τυλιγμένος, σε ηλιαχτίδες και ενοχή,

      ας μείνεις μια παραίσθηση, αγκαλιά παντοτινή.

      Δραπέτευση σε έκτη αίσθηση.

       

      Σταμάτα να γυρνάς σαν να μην έλειψες ποτέ.

      Να αλλάζεις τα όνειρα μου σε πύρινα από μπλε.

      Αδειάζει το μυαλό μου στην θαμπή σου τη φωνή.

      Τις νύχτες με ανασταίνει η δική σου προσμονή.

       

      Μα αν είναι όταν φεύγεις, να πεθαίνω κάθε αυγή,

      σε φλόγες τυλιγμένος, σε ηλιαχτίδες και ενοχή,

      ας μείνεις μια παραίσθηση, αγκαλιά παντοτινή.

      Δραπέτευση σε έκτη αίσθηση.

       

       

             

       

             Σκέπτομαι Άρα Αμαρτάνω

      Η αναμέτρηση τέλειωσε πάνω στη γη.

      Η κατάληξη αυτής εκ των προτέρων γνωστή.

      Χρήμα, απληστία κι απάτη είναι πλέον νικητές.

      Σκέψη, ελπίδα και αγάπη είναι λέξεις κενές.

       

      Στους ηγέτες πιστεύω κι ότι αυτοί εκπροσωπούν

      και είναι εχθροί διεστραμμένοι όσοι αμφισβητούν.

      Μα μια νύχτα που στοίχειωσε, έμεινα ξυπνητός

      και αντιλήφθηκα πως ....

       

      Σκέπτομαι άρα αμαρτάνω.

      Στη φαντασία υποχωρώ.

      Πως θα αποφύγω να ονειρευτώ;

       

      Αγοράζω βιβλία για ευτυχία αν μιλούν .

      Πλαστικά ακούω τραγούδια, που αύριο θα ξεχαστούν.

      Των πολλών τα ιδεώδη θέλω να ασπασθώ.

      Έχω ανάγκη από κάτι να εξαρτηθώ.

       

      Έλα μπες στο μυαλό μου καθοδηγητή,

      σβήσε μου απ’ τη μνήμη ότι γνήσιο βρεθεί.

      Δεν μπορώ στην ιδέα να ’μαι ξεχωριστός

      ούτε αντέχω πως ...

       

      Σκέπτομαι άρα αμαρτάνω.

      Στη φαντασία υποχωρώ.

      Πως θα αποφύγω να ονειρευτώ;

       

       

       

                  Σκοπός 3ο Νούμερο

      Αντίκρισα τα μάτια σου στο φως των αστεριών

      και ένιωσα στα χείλη μου τα ροδοπέταλα σου.

      Να μην τελειώσει γρήγορα το νούμερο αυτό

      κι έρθει ο τέταρτος σκοπός και χάσω τη θωριά σου.

       

      Αργοσαλεύει η άνοιξη, θα ξύπνησε θαρρώ,

      φοράει το νέο της άρωμα... λιγόστεψαν τα χιόνια.

      Λιγόστεψαν και οι μέρες που θα 'μαι μακριά

      μα αντί να 'μαι χαρούμενος με πνίγει μια υπόνοια.

       

      Φοβάμαι να έρθω μήπως και δεν σε βρω

      μα θα 'ρθω να χτυπήσω κατά πρόσωπο τη μοίρα.

      Μια κάργια καθισμένη στης σημαίας το σταυρό

      κι εγώ παγωμένος κρατώ σφικτά το γεμιστήρα.

       

      Το ξέρω πως πολύ μ' αγάπησες κι εσύ.

      Το χάραξες στο σώμα μου τις νύχτες της ξαγρύπνιας.

      Ακόμα όμως και τότε γνωρίζαμε και οι δυο

      πως οι καρδιές ματώνουνε σε δρόμους ουτοπίας.

       

      Φοβάμαι να έρθω μήπως και δεν σε βρω

      μα θα 'ρθω να χτυπήσω κατά πρόσωπο τη μοίρα.

      Μια κάργια καθισμένη στης σημαίας το σταυρό

      κι εγώ παγωμένος κρατώ σφικτά το γεμιστήρα.

       

       

       

       

                     Στο Βυθό

      Η αναπνοή μου εξασθενεί περιοδικά

      Σε λίγο αδειάζει η φιάλη του οξυγόνου

      Βγήκα από ναυάγιο του χρόνου

      ή επιχείρησα απερίσκεπτη βουτιά;

       

      Κοπάδια ψάρια απορημένα με κοιτούν και προσπερνούν

      Είναι ασυνήθιστα στη θέα ενός παρείσακτου.

      Ήχοι διαθλώνται σε απόχρωση γαλάζιου τρισδιάστατου.

      Είναι παράξενο πως νιώθεις ...

      εδώ μονάχος στο βυθό.

      Εδώ...μονάχος στο βυθό... εδώ... μονάχος στο βυθό...

      Εδώ...

       

      Οι σύντροφοι μου, αν ποτέ είχα, είναι νεκροί

      Καθηλωμένοι στα ύφαλα του πλοίου.

      Αναλωθήκαν σε μια μελωδία ονείρου

      και πριν συνέλθουν, οι σειρήνες είχαν χαθεί.

       

      Ήμουν σε λήθαργο μα ξύπνησα και βλέπω καθαρά.

      Η επιφάνεια διαγράφεται πιο διάφανη.

      Με δυο απλωτές θα εκτιναχθώ

      και απ' τους αφρούς θα αναδυθώ.

      Να κάνω γρήγορα πριν μείνω...

      εδώ μονάχος στο βυθό.

      Εδώ...μονάχος στο βυθό... εδώ... μονάχος στο βυθό...

      Εδώ...

       

       

       

       

                   Στο Νόμο Ορμώ

      Βράχια σπάω σε ήλιο καυτό

      Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

      Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

      Πολλές οι ανάγκες μα καθόλου ρευστό

      Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

      Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

       

      Καιρός μωρό μου να βρεις άλλη αγκαλιά

      Το τραίνο μου φεύγει αδειανό

      Οι μέρες μας μαύρες μα οι νύχτες φωτιά

      Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

      Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

       

      Τώρα με εξάσφαιρο σκαστός τριγυρνώ

      Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

      Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

      Κι αν με εντοπίσουν δεν θα παραδοθώ

      Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

      Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

       

      Καιρός μωρό μου να βρεις άλλη αγκαλιά

      Το τραίνο μου φεύγει αδειανό

      Οι μέρες μας μαύρες μα οι νύχτες φωτιά

      Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

      Χάνω στο νόμο και …

       

             

       

                 Τι Είχα Και Τι Έχασα

      Δεν μ’ ενοχλούσε η δουλειά, μα κάπου στράβωνε.

      Το αφεντικό μου λέει: Bλέπε, άκου, ενημέρωνε.

      Μου το ’πε μια φορά, αδιαφόρησα.

      Το είπε δεύτερη, τότε τα βρόντησα.

      Τι είχα να χάσω έτσι κι αλλιώς ;

       

      Για κάποιο χρόνο σε ησυχία δεν βρισκόμουνα.

      Σ’ όλο τον κόσμο άσκοπα περιπλανιόμουνα.

      Σε κάτι σίγουρο ποτέ δε στόχευα.

      Τη μέρα ότι έβγαζα, τη νύχτα ξόδευα.

      Τι είχα να χάσω έτσι κι αλλιώς ;

       

      Τι είχα και τι έχασα... τι είχα και τι έχασα...

      Τι είχα και τι έχασα μέχρι εδώ;

       

      Σε κάποια πόλη, ίσως σε μπαρ, ξεχνάω πως και τι,

      με πλησιάζει μια μορφή γλυκιά και μελαγχoλική.

      Η μοναξιά εδώ ξένε είναι αφόρητη.

      Να έρθω όπου πας αν θέλεις και ότι βγει;

      Τι είχα να χάσω έτσι κι αλλιώς;

       

      Δεν κράτησε η ιστορία αυτή, ζητούσε μονιμότητες.

      Μα το πιο μόνιμο σε μένα είναι οι ακρότητες.

      Με το που ένιωθα ότι χορτάριαζα,

      κυλούσα παραπέρα, δεν λογάριαζα

      τι είχα να χάσω έτσι κι αλλιώς.

       

      Τι είχα και τι έχασα... τι είχα και τι έχασα...

      Τι είχα και τι έχασα μέχρι εδώ;

       

      Τώρα βουτώντας στα τραγούδια , φθείρω τη φθορά.

      Μέσα στο ροκ ο χρόνος σου αντίστροφα μετρά.

      Αν θα ξεμείνω αύριο δεν νοιάζομαι.

      Να ωριμάσω γρήγορα δεν βιάζομαι.

      Τι έχω να χάσω έτσι κι αλλιώς;

       

      Τι είχα και τι έχασα... τι είχα και τι έχασα...

      Τι είχα και τι έχασα μέχρι εδώ;

       

       

       

     

                 Το Παράθυρο

      Ήταν φιλόδοξος παρουσιαστής

      Καριέρα άκρως εξασφαλισμένη.

      Τόσα παράθυρα δεν είχε κανείς.

      Στα πάνελ πάντα εκλεκτοί προσκεκλημένοι.

       

      Στις εκπομπές του περνούσαν δυστυχείς

      Τις ενοχές τους δημόσια πουλούσαν.

      Κι αν λέγαν κάποιοι είναι εκμεταλλευτής,

      τους απαντούσε με ματιές που απειλούσαν.

       

      Φήμη αποκτώ πιο πολλή.

      Έχω κοινό, τι κι αν αυτό με μισεί.

      Παραληρούν στο γυαλί.

      Μισή η ντροπή μου και η δική τους μισή.

       

      Κάποια στιγμή στα διαφημιστικά

      η νευρικότητα του φέρνει ζάλη.

      Πάει στον καθρέφτη, βλέπει ξαφνικά

      να 'χει παράθυρο αντί κεφάλι.

       

      Πολύ δεν έμεινε αυτό μυστικό.

      Κανάλια μάλωναν σε ποιόν θα μιλήσει.

      Τον τράβαγαν στα πλατώ σηκωτό.

      Μόνο δυο λόγια πρόλαβε να ψελλίσει:

       

      Φήμη αποκτώ πιο πολλή.

      Έχω κοινό, τι κι αν αυτό με μισεί.

      Παραληρούν στο γυαλί.

      Μισή η ντροπή μου και η δική τους μισή.

       

      Δεν άντεξε την παρακμή τελικά.

      Απ' το παράθυρο του πέφτει ο αφελής.

      Άκουσαν γδούπο μα στο δρόμο ερημιά.

      Μονάχα κάποιος με υλικά οικοδομής.

       

      Τώρα σε τοίχο έχει βρει κολλητούς.

      Αντί γυαλί, τζάμι διπλό κοιτάει.

      Πλαισιώνει στόκους, δήθεν κριτικούς

      και έχει για τούβλα καναλάρχες πλάι.

       

      Φήμη αποκτώ πιο πολλή.

      Έχω κοινό, τι κι αν αυτό με μισεί.

      Παραληρούν στο γυαλί.

      Μισή η ντροπή μου και η δική τους μισή.

       

       

       

       

       

                     Τυμβωρύχοι

      Καλή σας εσπέρα κυρίες και κύριοι.

      Πάντα πρωτοπόροι στην ενημέρωση σας,

      έχουμε ετοιμάσει εικόνες κόλασης,

      εμφύλιους σπαραγμούς,

      σκηνές από πλημμύρες στην Ασία.

       

      Δεκάδες και πάλι οι θυσίες στην άσφαλτο.

      Ονόματα, στοιχεία μετά τις διαφημίσεις.

      Σε λίγο απολαύστε του δράκου αφήγηση.

      Το πως και το γιατί κομμάτιαζε τα θύματα του.

       

      Μείνετε συντονισμένοι κι έχουμε αποκλειστικά

      κατάρες και αβάσταχτους λυγμούς χαροκαμένης μάνας.

      Μείνετε συντονισμένοι κι έχουμε αποκλειστικά

      του άτυχου του τοξικομανούς τον επιθανάτιο ρόγχο.

       

      Κοινωνικά απροσάρμοστος ο αυτόχειρας.

      Νεώτερα από την εναέρια τραγωδία.

      Ο σταθμός μας πρώτος εντόπισε

      συντρίμμια απ' το αεροπλάνο,

      τα πτώματα ριγμένα μες το χιόνι.

       

      Μείνετε συντονισμένοι κι έχουμε αποκλειστικά

      εικόνες εξαθλίωσης παιδιών μιας μακρινής ηπείρου.

      Μείνετε συντονισμένοι κι έχουμε αποκλειστικά

      ειδήσεις που διεγείρουν και ξυπνούν νεκρόφιλα ένστικτα σας.

       

       

       

       

                 Υποσυνείδητα

      Φεύγεις, σε αδιέξοδα ρίχνεσαι

      με έργα και λόγια γνωστά.

      Και εγώ σκιά σου όπου βρίσκεσαι

      σε καταγράφω πιστά.

       

      Στο φως με ελέγχεις που απλώνομαι

      στα πόδια σου εφαρμοστά.

      Σα σκοτεινιάσει όμως χάνομαι

      και σε τυλίγω απαλά.

       

      Σου στέλνω μηνύματα, κρυφούς κωδικούς.

      Απόρρητα σήματα. Δεν με ακούς;

       

      Ότι ποθούσες το ήξερα

      πριν γίνει συνειδητό.

      Ότι απωθούσες έως σήμερα

      το έχω φυλάξει καιρό.

       

      Μην ξεγελιέσαι απ’ τα μάτια σου,

      σε όποια αναζήτηση μπεις.

      Το άγριο ταξίδι είναι μέσα σου,

      όταν εμένα θα βρεις.

       

      Σου στέλνω μηνύματα, κρυφούς κωδικούς.

      Απόρρητα σήματα. Δεν με ακούς;

       

           

       

                   Φήμη Και Αφάνεια

      Μαλώνανε η Φήμη κι η Αφάνεια

      Για ποιαν θα προτιμήσει ο Ποιητής.

      Μαγεύανε οι στίχοι του τα ουράνια

      Μα δεν τον γνώριζε στη γη κανείς.

       

      Της Φήμης, λίγοι διάβαιναν την πύλη

      και εκείνους δεν τους άντεχε ούτε αυτή.

      Στους κήπους της Αφάνειας, μύριοι χίλιοι

      μα δεν της ‘ριχναν μια ματιά κλεφτή.

       

      Και η Έμπνευση φυσά, γεμίζει το φεγγάρι.

      Άγρυπνος κανείς; Την αύρα της να πάρει.

      Η Έμπνευση φυσά, γεμίζει το φεγγάρι.

       

      Στις φίλες γνέφει η Φήμη για βοήθεια.

      Κοντά στον ποιητή της να βρεθούν.

      Η Αφέλεια, η Αίγλη, η Ζήλεια κι η Εγωπάθεια

      με επαίνους, κολακείες να τον μεθούν.

       

      Η Αφάνεια κρυφά του ψιθυρίζει:

      Με ασφάλεια στη σκιά μου δημιουργείς.

      Τι κι αν η Φήμη με όρκους σε γεμίζει;

      Στη λάμψη θα καείς, θα αφανιστείς

       

      Και η Έμπνευση φυσά, γεμίζει το φεγγάρι.

      Άγρυπνος κανείς; Την αύρα της να πάρει.

      Η Έμπνευση φυσά, γεμίζει το φεγγάρι.

       

      Μετράει ο Ποιητής τα όσα ειπωθήκαν.

      Στα αλήθεια και τις δυο ευχαριστώ.

      Τα ίχνη μου όμως μάγισσες τα βρήκαν

      Και με τα ξόρκια τους θα πορευτώ.

       

      Καιρός λοιπόν να φεύγω και έχω αργήσει.

      Στο διάβα μου καμιά δεν κυνηγώ

      Κι αν τέλος μια από σας θα με κερδίσει

      Εγώ για τους χαμένους τραγουδώ.

       

      Και η Έμπνευση φυσά, γεμίζει το φεγγάρι.

      Άγρυπνος κανείς; Την αύρα της να πάρει.

      Η Έμπνευση φυσά, γεμίζει το φεγγάρι.

       

             

       

             Χίλια Μίλια Μακριά

                (Rory Gallagher)

      Στο Πανδοχείο κόσμος μπαίνει.

      Στο πιάνο ο τύπος δες μεγαλουργεί.

      Ως και ο γέρο μπάρμαν ανεβαίνει.

      Λοιπόν εμένα τι ενοχλεί;

       

      Το πλήθος γύρω διασκεδάζει,

      η διάθεση μου όμως χαλά.

      Τώρα η θλίψη με αγκαλιάζει

      μα θα ξεσπάσω πιο μετά.

       

      Είμαι μίλια μακριά, χίλια μίλια μακριά,

      άστατη σχεδία, σε άγνωστα νερά.

       

      Πως νοιώθω τι ρωτάς; Γνωρίζεις τι θα πω.

      Ολότελα χαμένος, χωρίς πυξίδα και οδηγό.

      Μπροστά στην αποβάθρα, μονάχο θα με βρεις.

      Τη θάλασσα αγναντεύω, το βαθύ γαλάζιο της.

       

      Ένα τραγούδι στα χείλη όλων,

      ένα χαμόγελο παντού,

      κουβέντες που με πλημμυρίζουν. 

      Γιατί εγώ να ‘μαι του χαμού;

       

      Στο πανδοχείο ο κόσμος φεύγει,

      στο πιάνο ο τύπος έχει αποσυρθεί.

      Ο γέρο μπάρμαν πια κοιμάται.

      Και εγώ τι μένω εδώ; Τι στην οργή;

      Γιατί …

      Είμαι μίλια μακριά, χίλια μίλια μακριά,

      άστατη σχεδία, σε άγνωστα νερά.

       

       

       

                   Χωρίς Λεφτά

      Αγκαλιάζει η αυγή

      Εμένα, εσένα, την πόλη αυτή

      Κάποιοι να βρουν δουλειά δεν μπορούν.

      Μέρα νύχτα τους ακούς

      Τις φοβίες, τους κρυφούς λυγμούς.

      Κάποιοι χωρίς λεφτά τριγυρνούν.

       

      Τους διακρίνεις καθαρά

      Στην οθόνη σου, και στην αγορά.

      Κάποιοι να βρουν δουλειά δεν μπορούν.

      Άλλες ώρες τους ξεχνάς

      Άλλες ώρες τους θυμάσαι κι όμως

      Κάποιοι χωρίς λεφτά τριγυρνούν.

       

      Εδώ τελειώνω εγώ

      Μα όλα τα άλλα κρατούν καιρό.

      Κάποιοι να βρουν δουλειά δεν μπορούν.

      Και όταν τέλος ξεχαστώ

      Άλλος θα λέει το τραγούδι αυτό

      Κάποιοι χωρίς λεφτά τριγυρνούν.

       

             

       

         

           

                                         

     

     

     

     

     

     

     

    mp3 mp3 mp3 /font>